πραξικοπηματίας

πραξικοπηματίας
ο, Ν
πρόσωπο που ηγείται ή μετέχει σε πραξικόπημα («οι πραξικοπηματίες τής 21ης Απριλίου έχουν καταδικαστεί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραξικόπημα, -ατος + επίθημα -ίας (πρβλ. ταραξ-ίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Θεόδωρος Άγγελος — (12ος αι.). Γόνος της βυζαντινής οικογένειας των Αγγέλων. Μετά την εκθρόνιση και δολοφονία του Αλέξιου Β’ Κομνηνού (1180 83) από τον Ανδρόνικο Α’ Κομνηνό (1183 85) έσπευσε στην Προύσα, όπου ο πραξικοπηματίας αυτοκράτορας είχε προκαλέσει έντονες… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Μπανγκλαντές — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Δ, Β και Α με την Ινδία και ΝΑ με τη Μυανμάρ. Βρέχεται Ν από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Tο Μ. ανέκτησε την ανεξαρτησία του το 1971. Αντιστοιχεί στην πρώην ανατολική επαρχία του Πακιστάν, από την οποία αποσπάστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”