- πραξικοπηματίας
- ο, Νπρόσωπο που ηγείται ή μετέχει σε πραξικόπημα («οι πραξικοπηματίες τής 21ης Απριλίου έχουν καταδικαστεί»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πραξικόπημα, -ατος + επίθημα -ίας (πρβλ. ταραξ-ίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.